- εθνωφελής
- ης, ες полезный для нации, отечества, народа
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εθνωφελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ο ωφέλιμος στο έθνος: Εθνωφελής διπλωματία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εθνωφελής — ές επωφελής, ωφέλιμος για το έθνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1849] … Dictionary of Greek
έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… … Dictionary of Greek
δημωφελής — ές (AM δημωφελής, ές) αυτός που είναι ωφέλιμος στον λαό, ο εθνωφελής, ο κοινωφελής («δημωφελή έργα») αρχ. 1. αυτός που αγαπά τον άνθρωπο ή τον λαό, φιλάνθρωπος, φιλόλαος 2. το ουδ. ως ουσ. το δημωφελές το κοινό καλό, το δημόσιο συμφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek